- συγγαμέω
- συγ-γαμέω, zusammen, zu gleicher Zeit heiraten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγγαμεῖσθαι — συγγαμέω marry together pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγαμεῖται — συγγαμέω marry together pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγαμήσωσιν — συγγαμέω marry together aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek